Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η θαλασσοταραχή

См. также в других словарях:

  • θαλασσοταραχή — η τρικυμία: Η θαλασσοταραχή δεν τους άφησε να περισυλλέξουν τους ναυαγούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλασσοταραχή — η ταραχή τής θάλασσας, τρικυμία, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • αντιμάμαλο — το 1. παλινδρομικό κύμα, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας από χτύπημα του κύματος σε βραχώδη ακτή ή από πέρασμα πλοίου 2. θαλασσοταραχή 3. δυσκολία, ταλαιπωρία …   Dictionary of Greek

  • γαλήνεμα — το [γαληνεύω] 1. η κατάσταση τής θάλασσας όταν γαληνεύει, όταν ηρεμεί και πάλι μετά τη θαλασσοταραχή 2. καταπράυνση, καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • ζάλη — η (ΑΜ ζάλη) σύγχυση, αναστάτωση, στενοχώρια, ψυχική ή πνευματική ταλαιπωρία νεοελλ. μσν. αίσθημα εγκεφαλικής συσκότισης και απώλειας τής ισορροπίας, τάση για λιποθυμία, ίλιγγος, σκοτοδίνη νεοελλ. 1. βύθισμα, λήθαργος («κ είχε θανάτου ζάλη»,… …   Dictionary of Greek

  • θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοζημία — η φθορά που προκλήθηκε από σφοδρή θαλασσοταραχή …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοφουρτούνα — η 1. θαλασσοταραχή, τρικυμία 2. περιπέτεια τής ζωής …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»